http://img585.imageshack.us/img585/3080/paizei.png

Trailers

This text will be replaced

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Det Sjunde Inseglet (1957)

The Seventh Seal - Η Εβδομη Σφραγίδα

Φαντασίας | 96'
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: Σάβ 2 Ιαν 1960
Χρώμα: Ασπρόμαυρο
Ήχος: Mono
Γλώσσα: Σουηδικά - Λατινικά

- Πλοκή:
Ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ επιστρέφει στην πατρίδα του μετά τις Σταυροφορίες. Έχει πολεμήσει για την χριστιανοσύνη όμως αμφισβητεί την ύπαρξη του Θεού. Δεν μπορεί να διακρίνει ούτε ένα θεϊκό σημάδι γύρω του. Αντίθετα αυτό που βλέπει είναι κακουχίες και ανθρώπινος πόνος. Μία θανατηφόρα επιδημία μαστιγώνει τη χώρα ενώ πολλοί επιδίδονται σε θρησκευτικό φανατισμό ως ύστατη λύση. Ο Θάνατος όμως δεν έχει κανένα σεβασμό για τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης.

Αμφισβητώντας την ύπαρξη θείας δικαιοσύνης, ο Αντόνιους Μπλοκ θα έρθει αντιμέτωπος με τον ίδιο τον Θάνατο. Φορώντας μαύρη κάπα και με κάτασπρο δέρμα ο Θάνατος θέλει να πάρει τον ιππότη στον Άδη μαζί του, ο Αντόνιους όμως πετυχαίνει έναν συμβιβασμό και προκαλεί τον Θάνατο σε μία παρτίδα σκάκι. Όσο διαρκεί το παιχνίδι ο Αντόνιους θα παραμένει ζωντανός και αν πετύχει κίνηση ματ ο Θάνατος θα του χαρίσει τη ζωή. Ο Αντόνιους χρησιμοποιεί αυτόν τον πολύτιμο χρόνο για να αποδείξει στον εαυτό του πως ο Θεός στον οποίο εδώ και χρόνια προσεύχεται υπάρχει. Ο Θάνατος όμως ακολουθεί τον ήρωα παντού.


- Κριτική:


“My indifference to men has shut me out. I live in world of ghosts, I am a prisoner of dreams. I want God to put out his hand, show his face, speak to me. I cry out to him in the dark but there is no one there” (H αδιαφορία μου για τους ανθρώπους με απέκλεισε. Ζω σε ένα κόσμο φαντασμάτων, είμαι φυλακισμένος ονείρων. Θέλω ο Θεός να απλώσει το χέρι του, να δείξει το πρόσωπό του, να μου μιλήσει. Τον αναζητώ στο σκοτάδι όμως δεν είναι κανείς εκεί – σε ελεύθερη μετάφραση) 

Antonius Block 

Ο Antonius Block είναι ένας ιππότης - σταυροφόρος που συνοδευόμενος από τον ιπποκόμο του Jens επιστρέφει στο κάστρο του στη Σουηδία ύστερα από 10 χρόνια απουσίας, κατά την διάρκεια των οποίων πολεμούσε στους Αγίους Τόπους. Καθ’ οδόν τον επισκέπτεται ο Θάνατος και τον πληροφορεί ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για τους δύο συνταξιδιώτες. Ο ιππότης προκαλεί τον Θάνατο σε μία παρτίδα σκακιού. Αν ο ιππότης κέρδιζε ο Θάνατος θα του επέτρεπε να ζήσει αν πάλι όχι ο ιππότης θα τον ακολουθούσε. Κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, που διακόπτεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα καθώς ο ιππότης συνεχίζει τον ταξίδι του και ο Θάνατος αποσύρεται γιατί τον καλεί το καθήκον που είναι να οδηγήσει και άλλα θύματα της πανούκλας που ερημώνει την ενδοχώρα, στον άλλον κόσμο, ο ιππότης πιέζει τον Θάνατο (που εντέχνως δεν διευκρινίζεται αν είναι απεσταλμένος τους Θεού) για απαντήσεις στα υπαρξιακά του ερωτήματα καθώς το μόνο που επιθυμεί πριν το τέλος είναι γνώση. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού συναντούν ένα αυτοσχέδιο γκρούπ ηθοποιών που αποτελείται από τον Jof, έναν σχεδόν ταχυδακτυλουργό που βλέπει οράματα της Παναγίας, την γυναίκα του Mia με την οποία έχουν και ένα μωρό και τον Jonas Skat έναν γυναικά που αποπλανεί την γυναίκα ενός σιδερά και την παίρνει μαζί του καθώς ο σύζυγός της παρακολουθεί την παράσταση των υπολοίπων μελών του θιάσου. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού και της παρτίδας σκακιού οι δύο συμπορευόμενοι θα συναντήσουν τον ιερωμένο που έπεισε τον ιππότη να λάβει μέρος στις Σταυροφορίες, τώρα άθεο, μία γυναίκα που κατηγορείται για μάγισσα και καίγεται στην πυρά, τον Skat με την μοιχαλίδα. Καθένας τους είναι ένας συμβολικός σταθμός στην πορεία του ιππότη. Ο Ιππότης χάνει την παρτίδα όμως πριν ο αντίπαλος του προλάβει να του πάρει την βασίλισσα κλωτσάει το σκάκι και μέχρι να βρει ο Θάνατος τα πιόνια το ζευγάρι των ηθοποιών με τα συμβολικά ονόματα καταφέρνει να ξεφύγει από αυτόν. Ο Ιππότης και ο ιπποκόμος του καταλήγουν στον πύργο του πρώτου όπου τον περιμένει η γυναίκα του. Ο Θάνατος μπαίνει στο κάστρο την ώρα που ο ιππότης προσεύχεται στον Θεό για έλεος και η γυναίκα του διαβάζει αποσπάσματα από την Αποκάλυψη. Στο τέλος ο Θάνατος θριαμβεύει. Το ζευγάρι των πλανόδιων ηθοποιών που γλιτώνει από την πανούκλα βλέπει στην κορυφή ενός λόφου τον Θάνατο να σέρνει σ’ έναν χορό προς το άγνωστο τους ήρωες αυτού του συμβολικού δράματος. 
Η ταινία ανήκει στην «μέση» περίοδο του μεγάλου σκηνοθέτη και αντικατοπτρίζει την εσωτερική του ένταση. Μία ένταση που γεννήθηκε μέσα από την σύγκρουση της παιδικής πίστης που σφυρηλατήθηκε μέσα σε ένα αυστηρά λουθηρανικό περιβάλλον με τον ώριμο σκεπτικισμό του. Όπως και οι περισσότερες ταινίες αυτής της περιόδου του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη και αυτή είναι ένα περίεργο μείγμα ρεαλισμού και σουρεαλισμού μέσα από το οποίο ο δημιουργός εκφράζει το άγχος που δημιουργεί η σιωπή του Θεού. Με αυτήν την μεσαιωνική αλληγορία ο Bergman δεν επιθυμεί να αποδειχθεί άθεος. Καθόλου δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του Θεού. Δεν είναι εκεί το θέμα. Η προβληματική του επικεντρώνεται στην αναγκαιότητα της εύρεσης ενός εχεγγύου για την ύπαρξη του. Η συμβολική αναπαράσταση του θανάτου και η χρήση ενός ταξιδιού ως ανάλογο του ταξιδιού της ζωής είναι τα αφηγηματικά όπλα στα χέρια του δημιουργού. Το θέμα που ξεδιπλώνεται είναι κυρίαρχα υπαρξιακό και λιγότερο ή καθόλου θρησκευτικό. Άλλωστε όπως έλεγε και ο ίδιος ο Bergman«…για μένα τα θρησκευτικά ζητήματα είναι συνεχώς ζωντανά. Όχι σε ένα συναισθηματικό επίπεδο αλλά σε ένα πνευματικό…». Το έργο πραγματεύεται την εναγώνια υπαρξιακή αναζήτηση, την αμφισβήτηση, την αμφιβολία και όχι την πίστη. 

Γιατί ο Θεός είναι απών; 

Η έβδομη σφραγίδα αποτελεί την ηχώ της μεταπολεμικής Ευρώπης. Τα αποτελέσματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο παραλογισμός τους, η πρωτοφανής ανθρώπινη σκληρότητα, η απειλή ενός πυρηνικού ολέθρου και η ανησυχία που γεννά η παντοδυναμία της επιστήμης προκαλούν σύγχυση στον άνθρωπο, ιδιαίτερα στον σκεπτόμενο άνθρωπο. 

Οι υπαρξιστές με επικεφαλής τον Jean-Paul Sartre επηρεάζουν με τις ιδέες τους ολόκληρη την Ευρώπη και εκφράζουν δυναμικά την πεποίθηση ότι ο πόλεμος που προηγήθηκε είναι η απτή απόδειξη, όχι απλώς του γεγονότος ότι ο Θεός πέθανε, αλλά του ότι δεν υπήρξε ποτέ. Πως αλλιώς να εξηγηθεί η αγριότητα που γνώρισε η Ευρώπη; Οι άνθρωποι θέτουν μόνοι τους τα ηθικά τους όρια και καθορίζουν τους στόχους της ύπαρξής τους. Αυτός ο αθεϊστικός υπαρξισμός αποδεικνύεται ιδιαίτερα σκληρός καθώς στην ουσία μας καθιστά «ορφανούς». Όχι ακριβώς μία φιλοσοφία βάση της οποίας ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει και να πεθάνει. 

Ως φυσική εξέλιξη των ιδεών του κύκλου του Sartre θα έρθει ο Camus που δίνει ένα πιο ανθρώπινο προφίλ στον υπαρξισμό. 
Ο Bergman μοιάζει να είναι εξοικειωμένος και τις ιδέες του Sartre αλλά και με την Πανούκλα του Camus και, γιατί όχι, μπορεί εξ αιτίας τους να γυρίζει το φιλμ με το οποίο πραγματοποιεί μία προσωπική ανάγνωση των ιδεών των υπαρξιστών. Ο Bergman πιστεύει ότι ο Θεός είναι ζωντανός και σιωπηλός. Και το σπάσιμο αυτής της σιωπής αποζητά. Αναλύει απλά και ουσιαστικά τις αιτίες της αμφισβήτησης της θεϊκής ύπαρξης από τον άνθρωπο και διεκδικεί την γνώση ως μόνο εχέγγυο για την ύπαρξη αυτού του Θεού. 

Η ταινία ξαφνιάζει. Σε μία εποχή που απασχολεί κυρίως η φλυαρία των ανθρώπων, ο Bergman ασχολείται με την σιωπή του Θεού, και η ευθύτητα με την οποία παρουσιάζει την αιώνια αντίθεση του καλού και του κακού, η αφοσίωση στην ανάλυση της ψυχολογίας του ανθρώπου που αναρωτιέται και η επιμονή στις ρεαλιστικές συμπεριφορές κάνει το φιλμ να διαθέτει περισσότερα κοινά στοιχεία με ταινίες του βωβού παρά με σύγχρονές της. 

Παρ’ όλο που το θέμα της ταινίας είναι η απουσία του Θεού και το αναπόφευκτο του θανάτου ο δημιουργός ενδιαφέρεται ταυτόχρονα για την θέση αυτού του Θεού στην ανθρώπινη καρδιά και κοινωνία. Αυτό γίνεται απολύτως κατανοητό αν προσέξει κανείς την διάθεση με την οποία ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει το Jof και την Mia (τους δύο πλανόδιους ερμηνευτές με τα ονόματα – σαφείς αναφορές στην Αγία Οικογένεια). Είναι οι μόνοι που τελικά γλιτώνουν από τον Χάρο και στην σωτηρία τους εντοπίζει και ο ιππότης κάτι από αυτό που θα μπορούσε να είναι το νόημα της ζωής. 

Ενώ το φιλμ δεν ορίζει ξεκάθαρα την συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στην ανάγκης αναζήτησης του Θεού και στην αντίστοιχη ανάγκη αναζήτησης του νοήματος της ζωής ωστόσο γίνεται αντιληπτό ότι στην πραγματικότητα οι δύο ανάγκες ταυτίζονται ως προς το ουσιαστικό ζητούμενο τους που είναι να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με την ιδέα του αναπόφευκτου τέλους του. 

Η ταινία ολοκληρώνεται με μία εικόνα συγκλονιστική, ένα μεσαιωνικό εικονογραφικό μοτίβο, τον χορό του Θανάτου. Μήπως όλη η ταινία είναι ένας χορός Θανάτου
Ο Bergman σκηνοθετεί απλά και μία ευθύτητα που τρομάζει. Η κάμερά του είναι προσωπολάγνα και αυτή η ικανότητα να «διαβάζει» τα πρόσωπα των ηρώων του στα ατελείωτα γκρο πλαν, μας βοηθά να εντρυφήσουμε ακόμη παραπάνω στην ψυχολογία τους. 

Η επιλογή του Max von Sydow για τον ρόλο του ιππότη ήταν εκπληκτική. Ο ευθυτενής, όμορφος ηθοποιός με το καθαρό κι εκφραστικό πρόσωπο και το ανυπολόγιστο υποκριτικό απόθεμα, μοιάζει να είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να σταθεί με αξιοπρέπεια και χάρη απέναντι στο Θάνατο. Ισορροπεί με τέχνη ανάμεσα στην απελπισία που του προκαλεί η έλλειψη της γνώσης, η απουσία της απόδειξης, και στην ευδαιμονία που γεννά η πρόκληση να δώσει νόημα στην ζωή του μέσα στον χρονικό διάστημα που του παραχωρεί ο Θάνατος. Ένα χρονικό διάστημα ίσο με μία παρτίδα σκακιού. 

Το υπόλοιπο καστ είναι ιδιαιτέρως αποτελεσματικό. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στον Gunnar Bjornstrand που ερμηνεύει τον μισογύνη, αγνωστικιστή ιπποκόμο του ιππότη. Ενσαρκώνοντας το alter ego του κυρίου του, αποτελεί με την συμπεριφορά του την κυνική απάντηση σε κάθε εναγώνιο ερώτημα του ιππότη. 

Ο Nils Poppe και η Bibi Andersson ενσαρκώνουν το ζευγάρι που στο τέλος του ταξιδιού έχουν κερδίσει την ζωή τους. Ερμηνεύουν, ειδικά ο Poppe, τους ρόλους τους με μία χαρακτηριστική ελαφρότητα που τους καθιστά συχνά χαριτωμένους. Ταυτόχρονα η υποκριτική τους ικανότητα εξυπηρετεί κάθε είδους συμβολισμό που ο σκηνοθέτης θέλει να επιτύχει με την παρουσία τους. 

Γεγονός είναι ότι η ταινία βρίθει συμβολισμών και σε αυτό το κείμενο μόνο ένα διάγραμμα, και ίσως κι επιφανειακό, της βασικής προβληματικής του Bergman θα μπορούσε να επιτευχθεί. Άλλωστε μιλούμε για μία ταινία που «παίδεψε» θεωρητικούς του κινηματογράφου, ταλαιπώρησε χιλιάδες φοιτητές και αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στη συνείδηση κάθε θεατή που την είδε. Δεν φιλοδοξώ να υπερβώ όλους τους παραπάνω, εκείνο που θα ήθελα να τονίσω όμως είναι ότι η Eβδομη Σφραγιδα είναι μία πολύ «δύσκολη» ταινία που βλέπεται πάρα , μα πάρα, πολύ εύκολα. Και αυτή η ευκολία στην θέαση είναι η επιτυχία του σκηνοθέτη της αλλά τελικά και κάθε καλλιτέχνη που καταπιάνεται με αιώνια αναπάντητα ερωτήματα και καταφέρνει να μας τα μεταφέρει με μία απλότητα και χωρίς τίποτε το πομπώδες. 

Όσοι θέλουν, θα δουν μία δύσκολη αλληγορία που θα τους ιντριγκάρει και θα τους προβληματίζει κάθε φορά που θα επανέρχονται. Όσοι πάλι θέλουν, θα δουν ένα πανέμορφο ασπρόμαυρο παραμύθι με αξέχαστες σκηνές – όπως η κορυφαία σκηνή της παρτίδας σκακιού με τον Θάνατο και τον Άνθρωπο αντιμέτωπους- και απολαυστικό ρυθμό. Διαλέξτε που θέλετε να ανήκετε και δείτε οπωσδήποτε την ταινία. 





by taleporos